- παραπληρωματικοί
- παραπληρωματικόςexpletivemasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραπληρωματικός — ή, ό / παραπληρωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [παραπλήρωμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παραπλήρωμα, συμπληρωματικός νεοελλ. φρ. α) «παραπληρωματικές γωνίες» μαθημ. δύο επίπεδες γωνίες τών οποίων το άθροισμα είναι δύο ορθές, δηλ. 180 μοίρες β)… … Dictionary of Greek